- προσήλυτος
- -η, -ο1. αυτός που άλλαξε θρησκευτικό δόγμα.2. αυτός που άλλαξε πολιτικές πεποιθήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσήλυτος — one that has arrived at masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… … Dictionary of Greek
προσήλυτον — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem acc sg προσήλυτος one that has arrived at neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτοις — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτου — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτους — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτων — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτῳ — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήλυτα — προσήλυτος one that has arrived at neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήλυτοι — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)